αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
ωστός — ή, όν, Α αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ τού μέλλ. ὤσω τού ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε ωστος (πρβλ. ἄπ ωστος)] … Dictionary of Greek
Γκουάρντι — (Guardi).Επώνυμο δύο αδερφών Ιταλών ζωγράφων. 1. Τζαν Αντόνιο (Gian Antonio, 1699 – 1760). Καλλιτέχνης από τη Βενετία. Από το 1716 ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου του πατέρα του στη Βενετία. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα –μερικά μόνο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μπασελάρ, Γκαστόν — (Gaston Bachelard, 1884 – 1962). Γάλλος φιλόσοφος, επιστημολόγος. Σπούδασε μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν, από το 1930 έως το 1940, και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, από το 1940 έως το 1954, στο οποίο… … Dictionary of Greek